αζίνες

αζίνες
Χημικές ενώσεις που προέρχονται με την επίδραση αλδεΰδών ή κετονών στην υδραζίνη. Α. λέγονται και σπουδαία οργανικά χρώματα, γνωστά και ως αζινοχρώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αζινολογώ — και αζινολοώ καθαρίζω από τις αζίνες τους τοίχους τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αζίνα + παραγ. κατάλ. λογώ] …   Dictionary of Greek

  • φαιναζίνη — η, Ν χημ. τρικυκλική αζωτούχα αρωματική ένωση, γνωστή και ως αζωφαινυλένιο ή διβενζοπυραζίνη, η οποία παρασκευάζεται κατά τη διοχέτευση ατμών ανιλίνης μέσα από σωλήνα σε κατάσταση ερυθροπύρωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenazine <… …   Dictionary of Greek

  • φθαλαζίνη — η, Ν χημ. δικυκλική αζωτούχα αρωματική ένωση, ισομερής προς την κινολίνη, ένα άχρωμο, κρυσταλλικό στερεό που τήκεται στους 91° C και είναι αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στην αιθυλική αλκοόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalazine < phthal (<… …   Dictionary of Greek

  • χρωστικά — Ουσίες ζωηρά χρωματισμένες και ικανές, έστω και σε μικρές ποσότητες, να δώσουν σταθερούς χρωματισμούς σε υλικά διάφορης φύσης. Τα χ. μπορεί να είναι φυσικά ή συνθετικά, οργανικά ή ανόργανα. Τα φυσικά χ. είναι φυτικά και ζωικά, όπως η χλωροφύλλη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”